Η χώρα του δύοντος ήλιου - iefimerida.gr
ΕΛΛΑΔΑ 

Η χώρα του δύοντος ήλιου

Πλατεία Ομονοίας, Μάιος 2015. Μια τετραμελής οικογένεια Σύρων. Μπαμπάς, μαμά, δύο ανήλικα παιδιά. Το ένα κάπου στα επτά, το άλλο μικρότερο από πέντε. Εδώ και μέρες μια κουβέρτα έχει απλωθεί κατάχαμα.

Το σπίτι είναι έτοιμο. Δεν έχει πόρτες, παράθυρα, τοίχους. Δεν έχει καν στέγη. Η οροφή είναι οι φυλλωσιές ενός δέντρου. Το μεσημέρι έχει δροσιά, το βράδυ η ψύχρα είναι αρκετή. Χθες μια απρόσμενη ανοιξιάτικη καταιγίδα πλημμύρισε την πλατεία. Το σπίτι των Σύρων δοκιμάστηκε. Η κουβέρτα μούλιασε, τους είδα να την σηκώνουν και να την απλώνουν. Τα παιδιά να κοιτούν έξω την θέα. Ίσως έχουν επινοήσει κάμποσους φανταστικούς φίλους προσπαθώντας να δουν κάτι άλλο από αυτό που βλέπουν. Τι βλέπουν; Τα μποτιλιαρίσματα, τις εξατμίσεις που ξεβράζουν καπνό, ανθρώπους που πάνε στις δουλειές τους, που ψάχνουν την δόση τους, που ζητιανεύουν λίγα κέρματα. Δεν είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι. Είναι ένα σπίτι από αέρα στην κεντρική πλατεία μιας ολόκληρης χώρας. Μιας χώρας που παλεύει για την σωτηρία της, γνωρίζοντας πως, είτε σωθεί είτε όχι από το οικονομικό στραπάτσο, δεν θα σωθεί ποτέ από το δηλητήριο που εδώ και χρόνια έχει μολύνει την ανθρωπιά της.

Αλήθεια, για ποια πολιτεία και για ποιο κράτος να μιλήσουμε, όταν μια τετραμελής οικογένεια Σύρων προσφύγων ζει νυχθημερόν κάτω από τα κλαδιά ενός δέντρου στο πιο πολυσύχναστο τετράγωνο της Αθήνας; Για ποια πολιτική αλληλεγγύης, μέριμνας, ευαισθησίας -δεν ξέρω τι άλλες λέξεις να βάλω- θα μπορούσαμε να καυχηθούμε ως λαός; Ιδέα δεν έχω. Το μόνο που βλέπω είναι μια βαθιά ερήμωση. Δεν είναι τωρινή. Όσες εξουσίες δοκιμάστηκαν, απέτυχαν παταγωδώς να εκπέμψουν στο εκλογικό τους σώμα μια στοιχειώδη κοινωνική συνείδηση. Προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις στο όνομα του τάδε οράματος, άλλαξαν νόμοι για να γίνουν πάλι αυτοί που ήταν πριν, εκατοντάδες ωραίοι τύποι έγιναν υπουργοί. Και λοιπόν; Η ουσία ήταν μηδαμινή. Το μόνο έργο που μένει στην πολιτική είναι αυτό που μπορεί να νιώσει ο απλός πολίτης, αυτό που μπορεί να αγγίξει με τα χέρια του, αυτό που μπορεί να αισθανθεί με την καρδιά του. Δεν είναι τροπολογίες στοιβαγμένες σε καταρράχτες παραγράφων. Μπορεί αυτή η χώρα να έγινε για λίγο πλούσια, να έγινε για λίγο το κέντρο του κόσμου, να απασχόλησε για λίγο με τα αθλητικά ή καλλιτεχνικά κατορθώματά της, ουδέποτε όμως έθεσε τα θεμέλια για το παραμικρό ίχνος ουσιαστικής προκοπής της. Γιατί; Επειδή ουδέποτε καλλιέργησε έναν μηχανισμό ανθρωπιάς. Ουδέποτε στάθηκε φιλική απέναντι στους αδύναμους. Ουδέποτε είδε με συμπάθεια (αν όχι με συμπόνια) τις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού της. Έτσι, το ταξίδι της μεταπολίτευσης καταλήγει σήμερα με δύο ανήλικα παιδιά καθισμένα μέρα-νύχτα σε μια κουβέρτα κάτω από ένα δέντρο της Ομόνοιας. Να είναι μέρες εκεί και ουδείς να αναρωτιέται, να απορεί, να σπεύδει. Ουδείς από τον κύκλο των επίσημων φορέων. Μόνο ανώνυμοι διαβάτες.

Για ποια πολιτεία να μιλήσεις λοιπόν; Για ποιο κράτος; Οι εννέα στις δέκα παιδικές χαρές δεν είναι απλώς αυστηρώς ακατάλληλες για τα παιδιά, αλλά θανατηφόρα επικίνδυνες, και για μήνες οι πόρτες τους είναι ορθάνοιχτες, με μια μικρή ταμπέλα, σύμφωνα με την οποία οι γονείς φέρουν την ευθύνη για οποιοδήποτε ατύχημα. Πόσο υπεύθυνος μπορεί να είναι κάποιος που κατέχει μια αρμόδια θέση για να αφήνει ορθάνοιχτες τις πόρτες σε ακατάλληλους χώρους για παιδιά, πόσο σοβαρός μπορεί να είναι για να πηγαίνει κάθε πρωί στο γραφείο του ξέροντας ότι την ίδια ώρα υπάρχουν καλώδια εκτεθειμένα, κούνιες που τρίζουν έτοιμες να πέσουν, τσουλήθρες φαγωμένες και σαπισμένες; Δεν είναι θέμα ικανότητας. Είναι ζήτημα στοιχειώδους ευαισθησίας. Είναι στοιχείο κοινωνικής συνείδησης. Όπως το να αφήνεις μια τετραμελή οικογένεια προσφύγων να καίγεται από το λιοπύρι της μέρας και να ξεπαγιάζει τις νύχτες, κάτω από το δέντρο της πλατείας. Όπως το να επιτρέπεις νοσοκομεία που θυμίζουν παραπήγματα του 1914. Όπως το να επιτρέπεις το χάος στα παραρτήματα του ΙΚΑ, όπου οι ασφαλισμένοι σπεύδουν από τις τέσσερις τα χαράματα για να πάρουν σειρά. Δεν μιλάμε για την προκλητική αδιαφορία ενός κράτους να στηρίξει τα ταλαντούχα του τέκνα, έναν Έλληνα σκηνοθέτη, ας πούμε, που βρέθηκε να είναι υποψήφιος για Όσκαρ και αντί να υποστηριχθεί στο επόμενο έργο του, αναγκάστηκε να καταφύγει σε ξένα κεφάλαια. Δεν μιλάμε καν για νόμους με την στενή έννοια του όρου, τι προϋποθέτει το τάδε διάταγμα, τι αποκλείει το δείνα. Μιλάμε για ανθρώπους. Είτε είναι Έλληνες, είτε έχουν έρθει από κάπου μακριά, ανθρώπους που ζουν σε αυτή τη χώρα, ανθρώπους με πετσί, καρδιά, ανάσα. Το χειρότερο λοιπόν δεν είναι πόσο αδιάφορο, πόσο ανύπαρκτο ήταν πάντα το Ελληνικό κράτος απέναντι στους απλούς ανθρώπους. Το χειρότερο είναι πως αποδεχτήκαμε τούτη την αδιαφορία και την κάναμε μέρος της ζωής μας. Την συνηθίσαμε, βολευτήκαμε με αυτήν, την έχουμε επιτρέψει. Και κάπως έτσι πέρασε και στο dna μας. Οπότε ναι, και παιδικές χαρές που σκοτώνουν παιδιά δεν μας ενοχλούν, και οι ηλικιωμένοι, που κοιμούνται έξω από τις δημόσιες υπηρεσίες για να ανανεώσουν ένα βιβλιάριο υγείας το επόμενο πρωί, δεν μας χαλάνε, και τα ψεύτικα πυροτεχνήματα δεν μας κλονίζουν. Ο Σόιμπλε να φταίει, η Μέρκελ, το άτιμο το ΔΝΤ, τα λεφτά που θα φέρουν ρευστότητα, και όλα βαίνουν καλώς στη συνείδησή μας. Τόσο καλώς που μια τετραμελής οικογένεια Σύρων μπορεί να ζει κάτω από ένα δέντρο στην πλατεία Ομονοίας και η δική μας ζωή να συνεχίζεται αδιατάραχτη.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ